προπλάθω

προπλάθω
ΝΜ
βλ. προπλάσσω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προπλάσσω — ΝΜΑ, προπλάθω ΝΜ, απ. τ. προπλάττω Α πλάθω ή διαμορφώνω κάτι προηγουμένως, από πριν, κάνω πρόπλασμα («δοκεῑ τοῡ ὅλου σώματος προπλάττεσθαι ἡ καρδία», Φιλ.) νεοελλ. μσν. (στους Βυζαντινούς αγιογράφους) επιχρίω με το βασικό χρώμα το μέρος που θα… …   Dictionary of Greek

  • προπλάστης — ο, Ν [προπλάθω] τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή προπλασμάτων …   Dictionary of Greek

  • προπλαστάρι — το, ΝΜ (στους Μεταβυζαντινούς αγιογράφους) είδος φουντωτού πινέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπλάθω + κατάλ. άρι (πρβλ. πλάθω: πλαστάρι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”